- παρωνύμιο
- τοβλ. παρωνύμιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Παπουλάκος — Παρωνύμιο που δόθηκε από τον λαό της Πελοποννήσου σε δύο διαδοχικά δημαγωγούς καλόγερους. Ο πρώτος Π., γνωστός επίσης και ως Ευγένιος ο Αγιοπατέρας, έδρασε κατά τα χρόνια της Επανάστασης στην περιοχή της Αχαΐας και της Ηλείας. Σκηνοθετώντας… … Dictionary of Greek
επιτίμαιος — ἐπιτίμαιος και ἐπιτιμαῑος, ὁ (Α) (κωμ. παρωνύμιο τού ιστορικού Τιμαίου), αυτός που τού αρέσει να βρίσκει σφάλματα και να κατηγορεί τους άλλους («διά τήν ὑπερβολήν τῆς ἐπιτιμήσεως Ἐπιτίμαιος... ὠνομάσθη», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παρατσούκλι (παρωνύμιο)… … Dictionary of Greek
Αγιαστούρας ή Παπαγιαστούρας — (18ος αι.).Παρωνύμιο του ιερέα Ηλία Οικονόμου. Πατρίδα του ήταν η Ζαγορά του Πηλίου. Ο παπα Ηλίας πήρε το παρωνύμιό του όταν στη διάρκεια μιας λειτουργίας χτύπησε με το θυμιατήρι του τον αγά που τον περιγελούσε. Μετά το γεγονός αυτό κατέφυγε στη… … Dictionary of Greek
Γεωργιλάς, Εμμανουήλ — (15oς αι.). Στιχουργός από τη Ρόδο, γνωστός και με το παρωνύμιο Λιμενίτης. Το επώνυμο Γ. είναι γνωστό και από την Κρήτη, με την οποία η Ρόδος είχε τότε συχνή επικοινωνία. Το παρωνύμιό του έχει άμεση σχέση με τη συνοικία Λιμένι της Ρόδου, απ’ όπου … Dictionary of Greek
Μακρυγιάννης — I (Γιάννης Τριαντάφυλλου ή Τριανταφυλλοδημήτρης, Αβορίτη Δωρίδας, Φωκίδα 1797 – Αθήνα 1864). Αγωνιστής του 1821, στρατηγός και πολιτικός. Ο συγγραφέας των απαράμιλλων για το ύφος τους Απομνημονευμάτων έλαβε το παρωνύμιο Μ., χάρη στο ψηλόλιγνο… … Dictionary of Greek
Παπαμαλέκος — Επώνυμο Κρητών αγωνιστών. 1. Ιερέας από τον Βάμο, που γεννήθηκε το 1864. Έγινε ιερέας το 1888. Το 1889, όταν οι Τούρκοι έστειλαν στο νησί ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις, ο Π. ανέβηκε στα βουνά και συγκρότησε αντάρτικο σώμα, που έκανε συχνά… … Dictionary of Greek
-αΐτης — Γλωσσ. παραγωγική κατάληξη ονομάτων που δηλώνουν τοπική προέλευση ή παρωνύμιο. Σχηματίστηκε αρχικά σε μεταγεν. εθνικά και παρώνυμα ονόματα που είχαν στο θέμα τους αι: Αθήναι > Αθηναι ίτης > Αθηνα ΐτης, σπήλαιον > σπηλαι ίτης > σπηλα… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Γνίφων — Γνίφων, ο (Α) φιλάργυρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. Γνίφων πιθ. < Κνίφων, ανθρωπωνύμιο παρωνύμιο (πρβλ. γναφεύς κναφεύς, γνάπτω κνάπτω) < κνιπός «φιλάργυρος» (πρβλ. κνίψ, κνιπός), ενώ κατ άλλους πρόκειται για αρχικό τ. που ανάγεται σε ρίζα *gn bh και… … Dictionary of Greek
Προκρούστης — (procrustes). Είδος κολεόπτερου, νυχτόβιου και αδηφάγου, με μαύρο χρώμα. Ανήκει στην οικογένεια των καραβιδών και ζει κάτω από πέτρες και κορμούς δέντρων. Ο π. αναζητάει την τροφή του τη νύχτα, κυρίως στα αμπέλια, όπου εξοντώνει τα σαλιγκάρια. Οι … Dictionary of Greek